- ατμοσύρτης
- οατμονομέας, μηχανική διάταξη με την οποία ρυθμίζεται η εισροή και εκροή ατμού από τον κύλινδρο ατμομηχανής ή άλλης συσκευής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατμονομέας — ο ατμοσύρτης … Dictionary of Greek
σύρτης — ο, ΝΑ, και σούρτης Ν [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο μάνταλο θύρας ή παραθύρου το οποίο κινείται παλινδρομικά για την ασφάλιση ή απασφάλισή τους 2. κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι 3. αυλάκι που ανοίγεται σε ορεινές πλαγιές για… … Dictionary of Greek